ανοσήλευτος

ανοσήλευτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δε νοσηλεύτηκε, που δεν τον φρόντισαν ιατρικά: Έμενε ανοσήλευτος, ώσπου να αδειάσει κρεβάτι στο νοσοκομείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανοσήλευτος — η, ο (Α ἀνοσήλευτος, ον) αυτός που δεν νοσηλεύθηκε νεοελλ. (για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία …   Dictionary of Greek

  • ἀνοσήλευτον — ἀνοσήλευτος untended masc/fem acc sg ἀνοσήλευτος untended neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”