- ανοσήλευτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε νοσηλεύτηκε, που δεν τον φρόντισαν ιατρικά: Έμενε ανοσήλευτος, ώσπου να αδειάσει κρεβάτι στο νοσοκομείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.